ἀνέπηλα

ἀνεπηρέαστος

ἀνεπηρεάστως
ἀν·επηρέαστος, ος, ον, non insulté, Jos. A.J. 14, 10, 6 ; Archig. 153, 6 Matthäi.
Étym. ἀν-, ἐπηρεάζω.