ἀνερυθριάστως

ἀνερυθριάω-ῶ

ἀνερύω
ἀνερυθριάω-ῶ [] se mettre à rougir, Xén. Conv. 3, 12 ; Plat. Charm. 158c.
Étym. ἀνά, ἐ.