ἀνετικός

ἀνέτοιμος

ἀνετοίμως
ἀν·έτοιμος, ος, ον :
1 non prêt, Pol. 12, 20 ; DS. 12, 41 ; εἴς τι, A. Pl. 242, à qqe ch. ||
2 non à portée, Hés. fr. 118 Göttling.
Étym. ἀν-, ἕτοιμος.