ἄνευκτος

ἀνευλαϐής

ἀνευλαϐῶς
ἀν·ευλαϐής, ής, ές [λᾰ] :
1 sans crainte de Dieu, Aqu. Esai. 57, 11 ||
2 irrespectueux, Chrys. 7, 317 Migne.
Étym. ἀν-, εὐ.