ἀνευρίσκω

ἄνευρος

ἀνεύρυνσις
ἄ·νευρος, ος, ον, sans nerfs, d’où énervé, mou, Thpp. com. (Poll. 2, 234) ||
Cp. -ότερος, Arstt. H.A. 4, 11, etc.
Étym. ἀ, νεῦρον.