ἀνεξαπατησία

ἀνεξαπάτητος

ἀνεξαπατήτως
ἀν·εξαπάτητος, ος, ον [ξᾰᾰ] qu’on ne peut tromper, Arstt. Top. 5, 4, 2, etc.
Étym. ἀν-, ἐξαπατάω.