ἀνισοτοιχέω-ῶ

ἀνισότονος

ἀνισοϋψής
ἀνισό·τονος, ος, ον [ᾰῐ] non à l’unisson, Ptol. Porph. Comm. 259.
Étym. ἄν. τόνος.