ἀγκιστρόω-ῶ

ἀγκιστρώδης

ἀγκιστρωτός
ἀγκιστρώδης, ης, ες, c. ἀγκιστροειδής, Pol. 34, 3, 5 ; DS. 5, 34 ; Str. 24.
Étym. ἄγκ. -ωδης.