ἀγκτηριάζω

ἀγκυλέομαι-οῦμαι

ἀγκύλη
ἀγκυλέομαι-οῦμαι (part. pf. ἠγκυλημένος) [] lancer un javelot ou comme un javelot, Ath. 584e.
Étym. ἀγκύλη.