ἀγκυλόδειρος

ἀγκυλόδους

ἀγκυλόεις
ἀγκυλ·όδους, -όδοντος (ὁ, ἡ) [] à la dent crochue, Q. Sm. 6, 218 ; Anth. 3, 50.
Étym. ἀγκ. ὀδούς.