Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀγκυλόγλωσσος
ἀγκυλογλώχιν
ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλο·γλώχιν,
ινος
(
ὁ, ἡ
) [
ῠῐ
] aux ergots recourbés,
Babr.
17, 3
.
Étym.
ἀ. γλωχίς
.