ἀγκυλόγλωσσος

ἀγκυλογλώχιν

ἀγκυλόδειρος
ἀγκυλο·γλώχιν, ινος (ὁ, ἡ) [ῠῐ] aux ergots recourbés, Babr. 17, 3.
Étym. ἀ. γλωχίς.