ἀγκυλόμητις

ἀγκυλόπους

ἀγκύλος
ἀγκυλό·πους, ους, ουν, gén. -ποδος [] aux pieds recourbés : ἀ. δίφρος, Plut. Mar. 5, chaise curule, à Rome.
Étym. ἀ, πούς.