ἀγκύλη

ἀγκυλητός

ἀγκύλια
ἀγκυλητός, ή, όν [] qu’on lance comme un javelot, Eschl. fr. 178 ; τὸ ἀγκυλητόν, Eschl. fr. 44, javelot, javeline.
Étym. ἀγκυλέομαι.