ἀνοίκισις

ἀνοικισμός

ἀνοικοδομέω-ῶ
ἀνοικισμός, οῦ ()
1 reconstruction, Hdn 3, 6 ||
2 c. ἀνοίκισις, Str. 406.
Étym. ἀνοικίζω.