ἀνοίκτης

ἀνοικτίρμων

ἀνοίκτιστος
ἀν·οικτίρμων, ων, ον, gén. ονος, sans pitié, Soph. fr. 587 ; Anth. 7, 303.
Étym. ἀν-, οἰκτίρω.