ἀνοιστέος

ἀνοιστός

ἀνοιστρέω-ῶ
*ἀνοιστός, ion. ἀνώϊστος, η, ον, au sujet de qui ou de quoi on en a référé à, Hdt. 6, 66.
Étym. ἀνοίσω, fut. d’ἀναφέρω.