ἀνολολύζω

ἀνολοφύρομαι

ἀνολυμπιάς
ἀν·ολοφύρομαι (ao. ἀνωλοφυράμην) se lamenter, Thc. 8, 81 ; Xén. Cyr. 7, 3, 14 ; avec un part. Plat. Prot. 327d.
Étym. ἀνά, ὀ.