ἀνομαλίζω

ἀνομάλωσις

ἀνομϐρέω-ῶ
ἀνομάλωσις, εως () [μᾰ] partage égal, Arstt. Pol. 2, 12, 12.
Étym. *ἀνομαλόω cf. le préc.