ἀνομοιομερής

ἀνομοιόπτωτος

ἀνομοιοπτώτως
ἀν·ομοιόπτωτος, ος, ον, dont les cas ne sont pas semblables, Eust. Il. p. 1228, 62 ; Od. p. 12, 27.
Étym. ἀν-, ὁ.