ἀνόδυρτος

ἄνοζος

ἀνόημα
ἄν·οζος, ος, ον, sans nœud, sans bourgeon, Th. H.P. 1, 8, 1 ||
Cp. -ότερος, Th. H.P. 3, 13, 3 ; 3, 15, 1, etc.
Étym. ἀν-, ὄ.