ἀνθαμιλλάομαι-ῶμαι

ἀνθάμιλλος

ἀνθάπτομαι
ἀνθ·άμιλλος, ος, ον [ᾰμ] rival, Eur. Ion 606 ; Lyc. 429.
Étym. ἀντί, ἅμιλλα.