ἀνθολόγος

ἀνθομιλέω-ῶ

ἀνθομολογέομαι-οῦμαι
ἀνθ·ομιλέω-ῶ [] converser, Hpc. 1283, 35.
Étym. ἀντί, ὁμιλέω.