ἀνθήνορος

ἀνθηρογραφέω-ῶ

ἀνθηροποίκιλος
ἀνθηρο·γραφέω-ῶ [ᾰφ] écrire d’un style fleuri, Cic. Att. 2, 6.
Étym. ἀνθηρός, γράφω.