Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ἀντικαλλωπίζομαι
ἀντικάρδιον
ἀντικαρτερέω-ῶ
ἀντι·κάρδιον,
ου
(
τὸ
) creux de la poitrine,
Ruf.
p. 28, 50
.
Étym.
ἀ. καρδία
.