ἀντικαταφρονέω-ῶ

ἀντικαταχωρισμός

ἀντικατηγορέω-ῶ
ἀντι·καταχωρισμός, οῦ () remplacement, Antyll. (Orib. p. 98).
Étym. ἀ. καταχωρίζω.