ἀντικαταθνῄσκω

ἀντικατακτείνω

ἀντικαταλαμϐάνω
ἀντι·κατακτείνω (inf. ao. poét. ἀντικατακτανεῖν) tuer à son tour, Eschl. Ch. 144.
Étym. var. -κατθανεῖν.