ἀντικατασκευάζω

ἀντικατάστασις

ἀντικαταστρατοπεδεύω
ἀντικατάστασις, εως () [ᾰσ]
1 confrontation, Pol. 4, 47, 4 ||
2 opposition, Jos. A.J. 16, 2, 5.
Étym. ἀντικαθίστημι.