ἀντιλυπέω-ῶ

ἀντιλύπησις

ἀντίλυρος
ἀντιλύπησις, εως () [] vexation ou taquinerie réciproque, Arstt. An. 1, 1, 16 ; Plut. M. 442b.
Étym. ἀντιλυπέω.