ἀντιληπτικός

ἀντιλήπτωρ

ἀντίληψις
ἀντιλήπτωρ, ορος () protecteur, Spt. 2 Reg. 22, 3 ; Ps. 3, 4 ; 17, 3.
Étym. ἀντιλαμϐάνω.