ἀντιμεθίστημι

ἀντιμειρακιεύομαι

ἀντιμελίζω
ἀντι·μειρακιεύομαι [ᾰκ] se venger avec la malignité d’un jeune homme : πρός τινα, Plut. Syll. 6, de qqn.