ἀντιμεταϐάλλω

ἀντιμετάϐασις

ἀντιμεταϐολή
ἀντιμετάϐασις, εως () [ϐᾰ] lutte ou efforts contre (le courant d’un fleuve) pour le traverser, Plut. M. 319c.
Étym. ἀντιμεταϐαίνω.