ἀντιφαίνω

ἀντιφάνεια

Ἀντιφάνης
ἀντιφάνεια, ας () [φᾰ] réflexion d’une image, Damian. Opt. 12.
Étym. *ἀντιφανής, d’ἀντιφαίνω.