ἀντιφιλοσοφέω-ῶ

ἀντιφιλοτιμέομαι-οῦμαι

ἀντιφιλοφρονέομαι-οῦμαι
ἀντι·φιλοτιμέομαι-οῦμαι [ῐῐῑ] rivaliser : πρός τι, DH. 6, 96 ; Plut. Per. 14, pour qqe ch. ||
E Pl. q. pf. 3 sg. ἀντεπεφιλοτίμητο, DC. 59, 19.