ἀντιφθέγγομαι

ἀντίφθογγος

ἀντιφιλέω-ῶ
ἀντί·φθογγος, ος, ον, qui renvoie le son, Pd. fr. 91 ; Anth. 7, 191.
Étym. ἀντιφθέγγομαι.