ἀντιψηφίζομαι

ἀντίψηφος

ἀντίψυχος
ἀντί·ψηφος, ος, ον, qui vote ou se déclare contre, dat. Plat. 2 Alc. 150b ; Aristén. 1, 15.
Étym. ἀ. ψῆφος.