ἀντιζεύγνυμι

ἀντίζηλος

ἀντιζηλόω-ῶ
ἀντί·ζηλος, ου (ὁ, ἡ) adversaire, rival, Spt. Lev. 18, 18 ; Sir. 26, 6.
Étym. ἀ. ζῆλος.