ἀντροχαρής

ἀντρώδης

Ἀντρών
ἀντρώδης, ης, ες, rempli de cavernes, caverneux, Xén. An. 4, 3, 11 ; Arstt. Probl. 23, 5, 1.
Étym. ἄντρον, -ωδης.