ἀνυϐρίστως

ἀνυγιαίνω

ἀνυγραίνω
ἀν·υγιαίνω (ao. ἀνυγίανον [ιᾱ]) recouvrer la santé, A. Tr. 748.
Étym. ἀνά, ὑγιαίνω.