ἀνυπερϐάτως

ἀνυπέρϐλητος

ἀνυπερϐλήτως
ἀν·υπέρϐλητος, ος, ον, qu’on ne peut surpasser, Xén. Cyr. 8, 7, 15 ; Dém. 23, 11, etc.
Étym. ἀν-, ὑπερϐάλλω.