ἀνυποστόλως

ἀνυπόστροφος

ἀνυπότακτος
ἀν·υπόστροφος, ος, ον :
1 d’où l’on ne revient pas, Orph. H. 56, 1 ||
2 sans rechute, Hpc. 1175a.
Étym. ἀν-, ὑποστρέφω.