ἀνυπόπτωτος

ἀνυποσημείωτος

ἀνυπόστατος
ἀν·υποσημείωτος, ος, ον, non rappelé par une désignation, non désigné, Clém. 324.
Étym. ἀν-, ὑποσημειόω.