ἀνυπήκοος

ἀνυπηρέτητος

ἀνυπνόω-ῶ
*ἀν·υπηρέτητος, seul. dor. ἀνυπηρέτατος, ος, ον [] sans serviteur, Eurypham. (Stob. Fl. 3, 344).
Étym. ἀν-, ὑπηρετέω.