ἀνηθέλαιον

ἀνήθινος

ἀνηθίτης οἶνος
ἀνήθινος, η, ον [ᾰῐ]
1 d’aneth, Thcr. Idyl. 7, 63, Gal. 6, 111 ||
2 parfumé d’aneth, Diosc. 1, 61.
Étym. ἄνηθον.