ἀνηθοειδής

ἄνηθον

ἀνηθοποίητος
ἄνηθον, ου (τὸ) [] aneth, faux-anis, Ar. Nub. 982 ; Th. H.P. 7, 1, 2, etc. ; Geop. 12, 1, 2, etc.
Étym. pré-grec ; cf. ἄνησον et ἄνητον.