ἀνωμαλέω-ῶ

ἀνωμαλής

ἀνωμαλία
ἀν·ωμαλής, ής, ές [μᾰ] c. ἀνώμαλος, Arstt. Probl. 19, 6, 1 ||
Cp. -έστερος, Arstt. H.A. 7, 1, 3.