ἀνωτέρωθεν

ἀνωφάλακρος

ἀνωφέλεια
ἀνω·φάλακρος, ος, ον, chauve sur le haut de la tête, Ptol. Tetr. 143, 17 (ἄνω 2, φαλακρός ; cf. ἀναφάλαντος).