Ἀονίς

ἄοπλος

ἄοπτος
ἄ·οπλος, ος, ον, sans armes, Thc. 4, 9 ; Plat. Prot. 321c ; ἅρμα ἄ. Xén. Cyr. 6, 4, 16, char non armé de faux.
Étym. ἀ, ὅπλον ; cf. ἄνοπλος.