ἀοριστόω-ῶ

ἀοριστώδης

ἀοριστωδῶς
ἀοριστώδης, ης, ες, indéfini, Dysc. Pron. p. 4b, etc. ; Synt. p. 27, 8, etc.
Étym. ἀόριστος, -ωδης.