ἀπαγνίζω

ἀπαγόρευμα

ἀπαγόρευσις
ἀπαγόρευμα, ατος (τὸ) [ᾰγ] défense, interdiction, Plut. M. 1037c ; Arr. Epict. 3, 24, 98.
Étym. ἀπαγορεύω.