ἀπαγόρευσις

ἀπαγορευτέος

ἀπαγορευτικός
ἀπαγορευτέος, α, ον [ᾰγ] vb. d’ἀπαγορεύω, Luc. Herm. 47 ; D. Chr. 1, 267 Reiske.